- ομοι(ο)-
- [ΑΜ ὁμοι(ο)-] α' συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β' συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο.ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος, ομοιοκατάληκτος, ομοιοκάταρκτος, ομοιομερής, ομοιόμορφος, ομοιοπαθής, ομοιόπτωτος, ομοιόρρυθμος, ομοιόσχημος, ομοιοτέλευτος, ομοιότροπος, ομοιότυπος, ομοιούσιος, ομοιόφθογγος, ομοιόφωνος, ομοιόχρονοςαρχ.ομοίεδρος, ομοίθεος, ομοιοβίοτος, ομοιογνώμων, ομοιογονία, ομοιογράφω, ομοιόδοξος, ομοιοδύναμος, ομοιοειδής, ομοιοκαταλήπτως, ομοιοκίνητος, ομοιοκλεής, ομοιοκλινής, ομοιόκριθος, ομοιόλεκτος, ομοιολεπτομερής, ομοιόληκτος, ομοιολογία, ομοιόλογος, ομοιόμετρος, ομοιόνομος, ομοιόπιστος, ομοιοπλατής, ομοιόπους, ομοιοπραξία, ομοιοπρόσωπος, ομοιοπρόφορος, ομοιόπτερος, ομοιόπυκνος, ομοιόπυρος, ομοιόριστος, ομοιόρροπος, ομοιόσημος, ομοιοσκελής, ομοιόσκευος, ομοιόστομος, ομοιόστροφος, ομοιοσύντακτος, ομοιοσύστατος, ομοιοσχημάτιστος, ομοιοσχήματος, ομοιοσχήμων, ομοιοταχής, ομοιότεχνος, ομοιότιμος, ομοιότονος, ομοιοτυπής, ομοιοτύπωτος, ομοιόφλοιος, ομοιοφόρος, ομοιόφρων, ομοιόχρους, ομοιοχρώματος, ομοιόχωροςαρχ.-μσν.ομοιόβιος, ομοιοφανήςμσν.ομοιόαρκτος, ομοιόδουλος, ομοιόθριξ, ομοιοπαράγωγος, ομοιοπλάστως, ομοιοποιός, ομοιοσθενής, ομοιοστάδιος, ομοιοσύλλαβος μσν.-νεοελλ. ομοιόθερμος, ομοιωνυμίανεοελλ.ομοιαληθής, ομοιοθεραπεία, ομοιόθετος, ομοιοκινησία, ομοιοκινητικός, ομοιοκυκλικός, ομοιοπλασία, ομοιοπλαστικός, ομοιόσαυρος, ομοιοσπόριος, ομοιόσταση, ομοιοστοιχία, ομοιόσφαιρα, ομοιόχρωμος, ομοιώνυμος.
Dictionary of Greek. 2013.